αποκουρεύω

αποκουρεύω
(Μ ἀποκουρεύω)
νεοελλ.
αποτελειώνω το κούρεμα, κουρεύω εντελώς
μσν.
κουρεύω σε τελετή δόκιμο μοναχό για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”